- αναληπτέος
- -α, -ον (Α ἀναληπτέος) [ἀναλαμβάνω]αυτός που πρέπει να τόν ξαναπάρει κάποιοςαρχ.1. αυτός που πρέπει να ανακληθεί στη μνήμη2. αυτός που πρέπει να αναζωογονηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναληπτέος — ἀναληπτέον one must take up masc nom sg ἀναληπτέος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναληπτέον — one must take up masc acc sg ἀναληπτέον one must take up neut nom/voc/acc sg ἀναληπτέος masc/fem acc sg ἀναληπτέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek